- κονομάω
- κονομάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ), κονόμησα, κονομημένος βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
οικονομώ — έω και άω και κονομάω (ΑΜ οἰκονομῶ, έω) [οικονόμος] νεοελλ. 1. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω για μελλοντικές μου ανάγκες («δεν μπόρεσε να οικονομήσει τίποτε ύστερα από τόσα χρόνια εργασίας») 2. εξοικονομώ, εξευρίσκω, προμηθεύομαι 3. παρέχω σε… … Dictionary of Greek